Έξοδος από Υπερδνειστερία.
Επιστρέψαμε Κισινάου και κατευθυνθήκαμε προς Dubasari, για να βγούμε στην Ουκρανία.
Όχι όμως τόσο απλά, μιας και αναγκαστικά έπρεπε να περάσουμε πάλι ένα τμήμα που ανήκει στην εδαφική αρμοδιότητα της Υπερδνειστερίας, οι συνοριακοί της οποίας μας είχαν σε αναμονή κάτω από τον ήλιο του Αυγούστου, χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο.
Για να λυθεί «ένα πρόβλημα στα χαρτιά», εξέφρασαν οικονομική απαίτηση. Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί παρενοχλούν τόσο πολύ τους ταξιδιώτες, την στιγμή που τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα η εικόνα της χώρας τους στο εξωτερικό.
Στα σύνορα της Ουκρανίας βίωσα τον αυστηρότερο έλεγχο που έχω δεχτεί ως ταξιδιώτης. Μετά από σκόπιμες καθυστερήσεις, επανειλημμένες ερωτήσεις για τον σκοπό της επίσκεψης και το δρομολόγιο στη χώρα, ακολούθησε η φωτογράφηση των μοτοσικλετών μας καθώς και οι αναγνωριστικοί τους αριθμοί (πινακίδα και πλαίσιο).
Τον έλεγχο που περάσαμε, κατανόησα αργότερα, όταν σε κάθε διασταύρωση στο επαρχιακό δίκτυο είδα στρατιωτικά hummer και άλλα μικρά θωρακισμένα, καθώς τα γεγονότα σχετικά με την Κριμαία ήταν πρόσφατα. Δικαιολόγησα, λοιπόν, το βαθμό που φέρονταν σε όλους τόσο επιφυλακτικά στον έλεγχο, όμως δεν εξηγήθηκε ποτέ επίσημα ο λόγος που φωτογράφησαν τα οχήματά μας. Εικάζω ότι θα γινόταν χρήση των στοιχείων σε περίπτωση παραβατικότητας.
Ο επαρχιακός Ε584, που ξεκινά από τα σύνορα (περίπου στο Platonove), ως τη διασταύρωση του με τον κεντρικό Ε95, ήταν τα χειρότερα 80 χιλιόμετρα που οδήγησα ποτέ. Οι τρύπες – κρατήρες στο οδόστρωμα, μου έδιναν την εντύπωση πως χτυπάω με ταχύτητα την άκρη πεζοδρομίου και φυσικά όταν επέστρεψα Θεσσαλονίκη η μπροστά ζάντα βρέθηκε στραβή.
Ακολούθησαν 330 άνετα χιλιόμετρα αυτοκινητόδρομου και σύντομα ήμασταν στο κέντρο του Κιέβου.
Η μέρα ήταν τεράστια και γεμάτη. Μετά από μια σύντομη βόλτα για φαγητό, επιστρέψαμε στα δωμάτια για ξεκούραση.